σωματοφυλακή

σωματοφυλακή
Η προσωπική φρουρά επιφανών προσώπων. Πρόκειται για ιδιαίτερο τύπο στρατιωτικής οργάνωσης που διαδόθηκε πλατιά την εποχή της φεουδαρχίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες η σ. των αρχαίων Γερμανών διαμορφώθηκε σε μόνιμο θεσμό τον lo π.Χ. αι. Οι σ. όφειλαν να περιφρουρούν τον αρχηγό τους και εκείνος ήταν υποχρεωμένος να τους παρέχει τα μέσα για τη συντήρηση τους. Οι πολεμιστές αυτοί, που συγκέντρωσαν πλούτη από λάφυρα των πολέμων, εξελίχτηκαν σταδιακά σε ένα είδος στρατιωτικής αριστοκρατίας. Ήταν ένα προνομιούχο στρώμα με περισσότερα δικαιώματα. Η σ. έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εδραίωση της βασιλικής εξουσίας. Σαν αποτέλεσμα των πολεμικών κατακτήσεων και κατόπιν εξαιτίας των βασιλικών χορηγήσεων τα μέλη των σ. απόχτησαν εκτάσεις γης και αποτέλεσαν μέρος της φεουδαρχικής τάξης.
* * *
η, Ν
[σωματοφύλακας]
η προσωπική φρουρά ενός ηγεμόνα, ενός αξιωματούχου ή και οποιουδήποτε άλλου ατόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σωματοφυλακή — η το σύνολο των σωματοφυλάκων κάποιου: Δε νιώθει ασφαλής χωρίς τη σωματοφυλακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αλλάγι — το (Μ ἀλλάγιον) νεοελλ. 1. ο ορισμένος χρόνος κατά τον οποίο εκτελείται διαδοχικά μια εργασία, ιδιαίτερα το αλώνισμα 2. ομάδα, όμιλος εργατών που εργάζονται σε διαδοχικές βάρδιες 3. πλήθος, ασκέρι 4. (για χρόνο) φορά «δυο αλλάγια την ημέρα» 5.… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • δορυφορία — η (AM δορυφορία) φρουρά, σωματοφυλακή μσν. 1. τιμή 2. επίσημη κηδεία, ταφή αρχ. (για τα αστέρια) το να είναι δορυφόροι τού ηλίου …   Dictionary of Greek

  • ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία …   Dictionary of Greek

  • παραπομπή — η, ΝΑ [παραπέμπω] νεοελλ. 1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή τής αίτησης στους ανωτέρους») 2. προσαγωγή σε δίκη 3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η… …   Dictionary of Greek

  • πραίσεντον — τὸ, Μ η παρούσα φρουρά, η σωματοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praesens, ntis (militia), παθ. μτχ. τού praesum «προΐσταμαι, προστατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • πραισίδιον — και πρεσίδιον, τὸ, Α 1. σωματοφυλακή 2. πληθ. τὰ πραισίδια ομάδα φρουρών, φρουροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praesidium «φρουρά»] …   Dictionary of Greek

  • πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”