σωματοφυλακή — η το σύνολο των σωματοφυλάκων κάποιου: Δε νιώθει ασφαλής χωρίς τη σωματοφυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αλλάγι — το (Μ ἀλλάγιον) νεοελλ. 1. ο ορισμένος χρόνος κατά τον οποίο εκτελείται διαδοχικά μια εργασία, ιδιαίτερα το αλώνισμα 2. ομάδα, όμιλος εργατών που εργάζονται σε διαδοχικές βάρδιες 3. πλήθος, ασκέρι 4. (για χρόνο) φορά «δυο αλλάγια την ημέρα» 5.… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
δορυφορία — η (AM δορυφορία) φρουρά, σωματοφυλακή μσν. 1. τιμή 2. επίσημη κηδεία, ταφή αρχ. (για τα αστέρια) το να είναι δορυφόροι τού ηλίου … Dictionary of Greek
ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία … Dictionary of Greek
παραπομπή — η, ΝΑ [παραπέμπω] νεοελλ. 1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή τής αίτησης στους ανωτέρους») 2. προσαγωγή σε δίκη 3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η… … Dictionary of Greek
πραίσεντον — τὸ, Μ η παρούσα φρουρά, η σωματοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praesens, ntis (militia), παθ. μτχ. τού praesum «προΐσταμαι, προστατεύω»] … Dictionary of Greek
πραισίδιον — και πρεσίδιον, τὸ, Α 1. σωματοφυλακή 2. πληθ. τὰ πραισίδια ομάδα φρουρών, φρουροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praesidium «φρουρά»] … Dictionary of Greek
πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… … Dictionary of Greek